- γρούζω
- έγρουξα, κάνω γρου γρου, γρυλίζω: Τα νυχτοπούλια γρούζουνε, χτυπούνε ταφτερά τους (Βαλαωρίτης).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γρούζω — γρούζω, έγρουξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γρούζω — [γρύζω] 1. (για ζώα) γρυλλίζω 2. (για πρόσωπα) μουρμουρίζω 3. (για τη θάλασσα) κάνω πάταγο … Dictionary of Greek
γρουξιά — η [γρούζω] 1. (για ζώα) ο γρυλλισμός* 2. (για πρόσωπα) μουρμούρισμα … Dictionary of Greek
γρούξιμο — το [γρούζω] η γρουξιά … Dictionary of Greek